υπτιαστής

υπτιαστής
ο, Ν
φρ. «υπτιαστής μυς»
ανατ. πλατύς μυς στο επάνω μέρος τού πήχεως που περιβάλλει το άνω τμήμα τής κερκίδας και προκαλεί τον υπτιασμό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπτιάζω. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. supinateur και μαρτυρείται, στον λόγιο τ. τού πληθ. ὑπτιασταί, από το 1843 στον Δαμ. Γεωργίου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • βραχίονας — Στον όρο αυτό αντιστοιχούν γενικά οι ανατομικές περιοχές του κυρίως β., του αγκώνα και του αντιβραχίονα, που μαζί με τον ώμο, τον καρπό και το ακράχερο αποτελούν το άνω άκρο. Στον κυρίως β., ο σκελετός του οποίου αποτελείται από το βραχιόνιο οστό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”